- αλουστράριστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν λουστραρίστηκε, δεν στιλβώθηκε, αστίλβωτος, αγυάλιστος2. που δεν έμαθε καλούς τρόπους, αγροίκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + *λουστραριστός < λουστράρω, κατά τα παραγόμενα από ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.